Οι ανοιχτές ερωτήσεις είναι αυτές που συνήθως ανοίγουν ένα διάλογο κι αυτές που τον διατηρούν.
Με τις κλειστές ερωτήσεις ο εκπαιδευτικός μπορεί να διαπιστώσει τι θυμούνται από τη συζήτηση της προηγούμενης μέρας, να ελέγξει προηγούμενες γνώσεις και εμπειρίες πάνω στο θέμα ή να τραβήξει την προσοχή τους σε ένα γεγονός.
Με τις ανοιχτές ερωτήσεις, όμως, δίνει την "ευθύνη" για την αναζήτηση της απάντησης στα ίδια τα παιδιά, κάνει το μυαλό τους να "γυρίζει" και το παρακινεί να παράξει "νέα νοήματα,νέες ιδέες και νέες συνθέσεις" (Wasserman 1992).
Στρατηγικές που διευκολύνουν και υποστηρίζουν το διάλογο των παιδιών
Ο εκπαιδευτικός μπορεί να ενθαρρύνει και να υποστηρίξει το διάλογο με τα παιδιά χρησιμοποιώντας μια σειρά στρατηγικές. Οι στρατηγικές αυτές, όπως μπορεί να διαπιστώσει κάποιος διαβάζοντας παρακάτω, στόχο τους έχουν όχι να αξιολογήσουν ή να διορθώσουν τις απαντήσεις του παιδιού, αλλά να το ενθαρρύνουν να συνεχίσει να σκέφτεται και να μιλά γι΄αυτό που κάνει (ή το θέμα του διαλόγου) ώστε να μπορέσουμε να αξιοποιήσουμε τα λόγια και τις σκέψεις του. Αυτές είναι οι στιγμές, που όπως αναφέρει η Iram Siraj-Blatchford (2005), εκπαιδευτικός και παιδί σκέφτονται μαζί. Η διαδικασία αυτή διευκολύνεται όταν:
- ενθαρρύνουμε τα παιδιά να μας πουν τι σκέφτονται ή να αναπτύξουν τις ιδέες τους: "θα ήθελα να ακούσω τι σκέφτεσαι για..", "με ενδιαφέρει αυτό που λες, θα ήθελα να μου πεις και τι άλλο ξέρεις..."
- επαναλαμβάνουμε ή επαναδιατυπώνουμε: "προτείνεις λοιπόν να...."
- συνοψίζουμε τα λόγια, τη σκέψη και τη δράση των παιδιών: " πιστεύεις λοιπόν ότι...", "βλέπω ότι έχεις ρίξει το σαπούνι μέσα στο νερό και τώρα προσπαθείς...".
- μιλάμε στο παιδί για τις δικές μας εμπειρίες: "και μένα μου φαινόταν δύσκολο στην αρχή...", " κι εμένα μου αρέσει να..."
- θυμίζουμε: ""θυμάσαι πώς το είπαμε αυτό το σχήμα..."
- προτείνουμε: "ίσως να θέλεις να δοκιμάσεις...", "θα μπορούσες να... και να δεις τι θα συμβεί..."
- υπενθυμίζουμε: "μην ξεχνάς ότι είπες ότι άμα ρίξεις ζάχαρη μεσα στο νερό θα..."
- ενθαρρύνουμε:" αυτή είναι μια καλή ιδέα, για να τη δοκιμάσουμε..."
- παρουσιάζουμε εναλλακτικές απόψεις: " τα άλλα παιδιά μπορεί να έχουν διαφορετική άποψη για...", "ίσως να το έκανε αυτό γιατί..."
- υποθέτουμε: " πιστεύεις ότι αν ρίξουμε περισσότερο κόκκινο χρώμα θα..."
- σκεφτόμαστε φωναχτά: " πιστεύω ότι αν ψάξω σε διάφορα βιβλία θα βρω τις πληροφορίες που θέλω...", "σκέφτομαι όλες αυτές τις ιδέες και δεν ξέρω ποια να διαλέξω..", " το ζάρι μου έφερε 4, άρα πρέπει να προχωρήσω, μια, δυο, τρεις, τέσσερις θέσεις..."
Στο νηπιαγωγείο, σημαντικό μέρος του προγράμματος είναι αφιερωμένο στην κοινωνικοποίηση των παιδιών με ιδιαίτερη έμφαση στις ικανότητες που θα τα βοηθήσουν να μάθουν να συνεργάζονται, να λειτουργούν ως υπεύθυνα μέλη μιας ομάδας και να σέβονται τη διαφορετικότητα.Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τους μαθαίνουμε, μεταξύ άλλων, συμπεριφορές και στάσεις που διευκολύνουν την επικοινωνία:
- Να περιμένουν τη σειρά τους για να μιλήσουν
- Να αφήνουν τον άλλο να τελειώσει αυτό που θέλει να πει
- Να σηκώνουν το χέρι όταν θέλουν να μιλήσουν
- Να ακούνε προσεκτικά για να μπορούν να καταλάβουν οι άλλοι τι λένε , κ.ο.κ.
Για να βοηθήσουμε όμως να μάθουν να συνομιλούν, με στόχο τη μάθηση, χρειάζεται να εμπλουτίσουμε τους "κανόνες" και τις αξίες που μαθαίνουν με "οδηγίες" που βελτιώνουν την ποιότητα του διαλόγου (Fisher, 2005 - Friedrich, 2000).Τέτοιες οδηγίες είναι οι παρακάτω:
- Ρωτάμε όταν δεν καταλαβαίνουμε κάτι
- Όποιος έχει μια ιδέα, τη λέει και στους άλλους
- Όλοι έχουμε το δικαίωμα να μιλήσουμε
- Ακούμε όλες τις ιδέες για να πάρουμε μια απόφαση
- Δε θυμώνουμε όταν οι άλλοι δεν συμφωνούν μαζί μας
- Δε δεχόμαστε ειρωνείες και κοροϊδίες
Τελειώνοντας, είναι σημαντικό να υπενθυμίσουμε ότι " η γνώση και οι διεργασίες πρόσκτησης της είναι αδιαχώριστες από τη συναισθηματική διάσταση" (Simon & Boyer, 1974 Μπακιρτζής, 2002). Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι για να εκφράσουν τις σκέψεις, τις απόψεις ή τα συναισθήματά τους τα παιδιά έχουν ανάγκη από ένα περιβάλλον που είναι ψυχολογικά ασφαλές, που λαμβάνει υπόψη του τα ενδιαφέροντα, τις επιθυμίες και τους ρυθμούς τους, που αποδέχεται τις προσωπικές θεωρίες τους και τα αναγνωρίζει ως σημαντικά και ικανά άτομα (Μπακιρτζής 2002, Marzano, Pickering, Pollock 2001).